ισχαδοπώλης

ισχαδοπώλης
ἰσχαδοπώλης, ό, θηλ. ἰσχαδόπωλις (Α)
αυτός που πουλά ή εμπορεύεται ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ιχθυο-πώλης, παντο-πώλης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἰσχαδοπῶλαι — ἰσχαδοπώλης dealer in figs masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχαδοπώλαις — ἰσχαδοπώλης dealer in figs masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχαδοπώλου — ἰσχαδοπώλης dealer in figs masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ισχάς — (I) ἰσχάς, άδος (Α) βλ. ισχάδα. (II) ἰσχάς, άδος, ή (ΑΜ) μσν. (για ελιά) ώριμη, παραγινωμένη αρχ. 1. ξηρό σύκο 2. απόφυση στον πρωκτό η οποία μοιάζει με σύκο 3. το φυτό ευφόρβιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανήκει στη λεξιλογική οικογένεια τού επιθ. ἰσχνός και …   Dictionary of Greek

  • ισχαδόπωλις — ἰσχαδόπωλις, ώλιδος ἡ (Α) βλ. ισχαδοπώλης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”